Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὰ καὶ τὰ πεπονθώς

См. также в других словарях:

  • όμως — (ΑΜ ὅμως) (εναντ. σύνδ.) αλλά, παρ όλα αυτά, εν τούτοις, ωστόσο (α. «είχε πει ότι θα έλθει, όμως έχει αργήσει πολύ» β. «κατὰ ἄνθρωπον λέγω ὅμως ἀνθρώπου κεκυρωμένην διαθήκην οὐδεὶς ἀθετεῑ», ΚΔ) αρχ. 1. συχνά ενισχύεται με άλλα μόρια: άλλ ὅμως,… …   Dictionary of Greek

  • μαρτύρομαι — (Α) [μάρτυς] 1. επικαλούμαι κάποιον ως μάρτυρα, καλώ κάποιον για μαρτυρία (α. «γαῑαν καὶ θεοὺς μαρτύρομαι», Ευρ. β. «μαρτυρόμενος τὰ ὑπὸ τοῡ ξείνου πεπονθὼς εἴη», Ηρόδ.) 2. ισχυρίζομαι, διατείνομαι, σε αντιδιαστολή με το λέγω απλώς 3. αναφέρω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»